Η υπογονιμότητα μιας γυναίκας αποτελεί ζήτημα που πλέον δυστυχώς απαντάται ολοένα και συχνότερα, ιδίως σε νεότερες ηλικίες. Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από ένα χρόνο συστηματικών προσπαθειών χωρίς προφυλάξεις. Η αύξηση των περιστατικών γυναικείας υπογονιμότητας σε νεότερες ηλικίες πιστεύεται ότι οφείλεται σε ορμονικά αίτια. Το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εύθραυστη ισορροπία των ορμονών που ρυθμίζουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο, την ωορρηξία και την προετοιμασία της μήτρας για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Οποιαδήποτε διαταραχή αυτών των ορμονών μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα.
Ορμόνες που ρυθμίζουν την γυναικεία αναπαραγωγή
Η γυναικεία αναπαραγωγή ελέγχεται από τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων, ο οποίος ρυθμίζει τον εμμηνορροϊκό κύκλο και τη γονιμότητα μέσω ενός συνόλου ορμονών. Σε αυτές συγκαταλέγονται:
- GnRH (εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών): Απελευθερώνεται από τον υποθάλαμο και διεγείρει την υπόφυση ώστε να εκκρίνει LH (λουτεϊνοποιητική ορμόνη) και FSH (ορμόνη διέγερσης των ωοθυλακίων).
- FSH: Προάγει την ανάπτυξη ωοθυλακίων στις ωοθήκες και είναι απαραίτητη για την ωορρηξία.
- LH: Η απελευθέρωση αυτής της ορμόνης στη μέση του εμμηνορροϊκού κύκλου προκαλεί την απελευθέρωση του ώριμου ωαρίου.
- Οιστρογόνα και προγεστερόνη: Παράγονται από τις ωοθήκες και ρυθμίζουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο. Τα οιστρογόνα προάγουν την ανάπτυξη του ενδομητρίου, ενώ η προγεστερόνη προετοιμάζει τη μήτρα για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
- Θυρεοειδικές ορμόνες και προλακτίνη: Επηρεάζουν την αναπαραγωγή, με αποτέλεσμα τυχόν ανισορροπίες να οδηγούν σε διαταραχές στον κύκλο και την ωορρηξία.
Ορμονικά αίτια που είναι υπεύθυνα για την υπογονιμότητα μιας γυναίκας
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Η υπογονιμότητα μιας γυναίκας μπορεί να οφείλεται σε πλήθος ορμονικά προερχόμενων παθήσεων. Μία εκ των κυρίαρχων ενδοκρινικών που προκαλούν γυναικεία υπογονιμότητα είναι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Το σύνδρομο αυτό είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα αίτια ορμονικής υπογονιμότητας, που επηρεάζει περίπου το 6-12% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από χρόνια ανωοθυλακιορρηξία, υπερανδρογονισμό και πολυκυστικές ωοθήκες. Οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εμφανίζουν υπερέκκριση LH σε σχέση με FSH, που οδηγεί σε ανωοθυλακιορρηξία. Η αυξημένη LH διεγείρει την παραγωγή ανδρογόνων (ανδρικές ορμόνες) από τα κύτταρα της θήκης των ωοθηκών, που συμβάλλει στον υπερανδρογονισμό (π.χ. υπερβολική τριχοφυΐα, ακμή). Τα υψηλά επίπεδα ανδρογόνων εμποδίζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη των ωοθυλακίων, προκαλώντας χρόνια ανωοθυλακιορρηξία και υπογονιμότητα. Η αντίσταση στην ινσουλίνη, που συνήθως παρατηρείται στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, επιδεινώνει περαιτέρω αυτή την ορμονική ανισορροπία. Η θεραπεία του συνδρόμου αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ωορρηξίας και στη μείωση των επιπέδων ανδρογόνων μέσω τροποποιήσεων στον τρόπο ζωής όπως η απώλεια βάρους και φαρμακευτικής αγωγής.
Υποθαλαμική αμηνόρροια και υπογονιμότητα μιας γυναίκας
Στις παθήσεις που προκαλούν υπογονιμότητα στις γυναίκες και οφείλονται σε ορμονικά αίτια συγκαταλέγεται και η υποθαλαμική αμηνόρροια. Πρόκειται για μια ενδοκρινολογική πάθηση που εκδηλώνεται με διαταραχή ή και διακοπή της εμμήνου ρύσεως λόγω παύσης της έκκρισης της GnRH στο επίπεδο του υποθαλάμου. Συχνά προκαλείται από άγχος, υπερβολική άσκηση ή σημαντική απώλεια βάρους. Σε καταστάσεις ενεργειακής έλλειψης ή άγχους, η έκκριση της GnRH καταστέλλεται, οδηγώντας σε μειωμένα επίπεδα FSH και LH. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανεπαρκή ανάπτυξη των ωοθυλακίων και την ανωοθυλακιορρηξία. Ακολουθεί η πτώση των επιπέδων οιστρογόνων και προγεστερόνης, γεγονός που συμβάλλει στην υπογονιμότητα μιας γυναίκας και στην αύξηση του κινδύνου οστεοπόρωσης. Η βασική θεραπεία για την υποθαλαμική αμηνόρροια είναι η τροποποίηση ορισμένων καθημερινών συνηθειών, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της θερμιδικής πρόσληψης, της μείωσης της έντασης της άσκησης και της διαχείρισης του άγχους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτείται ορμονοθεραπεία ή θεραπεία με γοναδοτροπίνες για την αποκατάσταση της ωορρηξίας.
Υπερπρολακτιναιμία και αδυναμία τεκνοποίησης
Η υπερπρολακτιναιμία αναφέρεται σε παθολογικά αυξημένα επίπεδα προλακτίνης, μιας ορμόνης η οποία εμπλέκεται κυρίως στον θηλασμό. Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδά της μπορούν να επηρεάσουν την ωορρηξία και τη γονιμότητα. Η προλακτίνη αναστέλλει την έκκριση της GnRH, οδηγώντας σε μειωμένα επίπεδα LH και FSH και στη συνέχεια σε ανωοθυλακιορρηξία. Τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης μπορούν επίσης να καταστείλουν άμεσα την παραγωγή οιστρογόνων στις ωοθήκες, οδηγώντας σε διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, ανωοθυλακιορρηξία και υπογονιμότητα. Η υπερπρολακτιναιμία οφείλεται κυρίως σε αδενώματα (όγκοι) της υπόφυσης, ορισμένα φάρμακα (π.χ. αντιψυχωτικά, αντικαταθλιπτικά) ή υποθυρεοειδισμό. Η θεραπεία της υπερπρολακτιναιμίας περιλαμβάνει τη λήψη αγωνιστών ντοπαμίνης, οι οποίοι ελαττώνουν την έκκριση της προλακτίνης και αποκαθιστούν την ωορρηξία. Εάν ωστόσο η υπερπρολακτιναιμία οφείλεται σε κάποιον όγκο υπόφυσης, η χειρουργική αφαίρεσή του μπορεί να κριθεί αναγκαία.
Δυσλειτουργία του θυρεοειδούς και υπογονιμότητα μιας γυναίκας
Τόσο η υπολειτουργία του θυρεοειδούς (υποθυρεοειδισμός) όσο και η υπερλειτουργία του (υπερθυρεοειδισμός), μπορούν να επηρεάσουν τη γονιμότητα, διαταράσσοντας τον εμμηνορροϊκό κύκλο και την ωορρηξία. Οι θυρεοειδικές ορμόνες, ιδιαίτερα η θυροξίνη (Τ4) και η τριϊωδοθυρονίνη (Τ3), είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική αναπαραγωγική λειτουργία. Ο υποθυρεοειδισμός οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) και συχνά έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη έκκριση προλακτίνης, η οποία αναστέλλει την έκκριση της GnRH. Αυτό προκαλεί διαταραχές του εμμηνορροϊκού κύκλου, διαταραγμένη ωχρινική φάση και υπογονιμότητα. Αντίθετα, ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε αμηνόρροια ή ολιγομηνόρροια. Η κατάλληλη θεραπεία για την αποκατάσταση της ορθής λειτουργίας του θυρεοειδούς διαμορφώνεται ανάλογα με το αν η ασθενής πάσχει από υποθυρεοειδισμό ή υπερθυρεοειδισμό. Η αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του θυρεοειδούς συχνά βελτιώνει τα αποτελέσματα της γονιμότητας.
Οι ορμονικές ανισορροπίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υπογονιμότητα μιας γυναίκας, επηρεάζοντας βασικές αναπαραγωγικές διαδικασίες όπως η ωορρηξία, η ρύθμιση της εμμήνου ρύσεως και η εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου. Η καθοδήγηση συνεπώς από ειδικό είναι αναγκαία για την επιτυχή διάγνωση του υποκείμενου ορμονικού αιτίου της υπογονιμότητας και την εφαρμογή της κατάλληλης θεραπευτικής στρατηγικής. Η Ενδοκρινολόγος στη Γλυφάδα και την Ανάβυσσο, Δρ. Αργυρώ Δάρα, καθοδηγεί κατάλληλα πλήθος γυναικών με ενδοκρινικές διαταραχές, ώστε να επιτευχθεί από ιατρικής απόψεως η καλύτερη δυνατή θεραπεία των ορμονικών διαταραχών που στέκονται εμπόδιο στην τεκνοποίηση.