Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία τεκνοποίησης μετά από ένα χρόνο συστηματικής σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλάξεις. Αυτή η κατάσταση επηρεάζει περίπου το 10-15% των ζευγαριών παγκοσμίως, προκαλώντας συχνά αρνητικά συναισθήματα. Ενώ διάφορα αίτια συμβάλλουν στην υπογονιμότητα, οι ενδοκρινολογικοί παράγοντες, δηλαδή οι ορμονικές ανισορροπίες, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνισή της τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Η σύνθετη αλληλεπίδραση διαφόρων ορμονών ασκεί σημαντικές επιπτώσεις στην αναπαραγωγική υγεία, με αποτέλεσμα η αιτιολογία της υπογονιμότητας είναι πολύπλοκη.
Ενδοκρινολογικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ανδρική υπογονιμότητα
Η ανδρική υπογονιμότητα μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους ενδοκρινολογικούς παράγοντες, όπως ορμονικές ανισορροπίες, γενετικές διαταραχές και επιλογές του τρόπου ζωής. Αρχικά, η τεστοστερόνη, η κύρια ανδρική σεξουαλική ορμόνη, παίζει ζωτικό ρόλο στη σπερματογένεση. Τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης, γνωστά ως υπογοναδισμός, μπορούν να οδηγήσουν σε μειωμένη παραγωγή σπέρματος, συμβάλλοντας στην ανδρική υπογονιμότητα. Τυχόν ανισορροπίες επίσης της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) μπορεί να διαταράξουν τη σπερματογένεση, καθώς είναι απαραίτητες για την τόνωση των όρχεων να παράγουν σπέρμα και να ρυθμίζουν τα επίπεδα τεστοστερόνης. Παράλληλα, τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης, που συνήθως σχετίζονται με διαταραχές της υπόφυσης, μπορούν να καταστέλλουν την παραγωγή FSH και LH, οδηγώντας σε στειρότητα. Διαταραχές του θυρεοειδούς, όπως ο υποθυρεοειδισμός ή ο υπερθυρεοειδισμός, μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα και την κινητικότητα του σπέρματος. Τέλος, το χρόνιο στρες μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την παραγωγή και τη λειτουργία του σπέρματος.
Ενδοκρινολογικοί παράγοντες που συνδράμουν στη γυναικεία υπογονιμότητα
Στις γυναίκες, οι ενδοκρινικοί παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά την αναπαραγωγική υγεία. Ο εμμηνορροϊκός κύκλος, η ωορρηξία και η εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα ρυθμίζονται περίπλοκα από ένα δίκτυο ορμονών. Αρχικά, τόσο η θυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) και η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) είναι καθοριστικές για τη ρύθμιση του εμμηνορροϊκού κύκλου και την ενίσχυση της ωορρηξίας. Συνεπώς, τα μη φυσιολογικά επίπεδα αυτών των ορμονών μπορεί να διαταράξουν τη λειτουργία της ωορρηξίας. Ταυτόχρονα με τις προαναφερθείσες ορμόνες, η προγεστερόνη και τα οιστρογόνα επηρεάζουν καθοριστικά την αναπαραγωγική υγεία. Αυτές συνιστούν ορμόνες που διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη ρύθμιση του εμμηνορροϊκού κύκλου, στην ανάπτυξη του ενδομητρίου και στη διατήρηση της εγκυμοσύνης. Οι ανισορροπίες μπορεί να εμποδίσουν τη γονιμότητα και να αυξήσουν τον κίνδυνο αποβολής του εμβρύου.
Οι διαταραχές του θυρεοειδούς μπορεί επίσης να διαταράξουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο, την ωορρηξία και τη συνολική αναπαραγωγική λειτουργία στις γυναίκες. Διαταραχές στην έμμηνο ρύση και ανωορρηξία μπορούν να προκαλέσουν τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης, που συχνά προκαλούνται από όγκους της υπόφυσης. Τέλος, η αντίσταση στην ινσουλίνη και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι κοινοί ενδοκρινολογικοί παράγοντες στη γυναικεία υπογονιμότητα. Η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να διαταράξει την ισορροπία των ορμονών, οδηγώντας σε ακανόνιστη ωορρηξία και εν τέλει υπογονιμότητα.
Ενδοκρινικές διαταραχές που επηρεάζουν και τα δύο φύλα
Ορισμένες ενδοκρινικές διαταραχές, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία, επηρεάζουν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες και μπορούν να συμβάλουν στην υπογονιμότητα. Η παχυσαρκία, συγκεκριμένα, σχετίζεται με ορμονικές ανισορροπίες, αντίσταση στην ινσουλίνη και μειωμένη γονιμότητα.
Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση των ενδοκρινολογικών αιτιών της υπογονιμότητας απαιτεί ενδελεχή αξιολόγηση των ορμονικών προφίλ μέσω εξετάσεων αίματος, απεικονιστικών εξετάσεων και κλινικών αξιολογήσεων. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις ποικίλλουν ανάλογα με την υποκείμενη αιτία, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν θεραπείες ορμονικής υποκατάστασης, τροποποιήσεις τρόπου ζωής ή διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η υπογονιμότητα είναι μια περίπλοκη κατάσταση που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Οι ενδοκρινολογικοί παράγοντες ωστόσο διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο τόσο στην ανδρική όσο και στη γυναικεία υπογονιμότητα. Η κατανόηση των περίπλοκων ορμονικών αλληλεπιδράσεων και των επιπτώσεών τους στην αναπαραγωγική υγεία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική διάγνωση και θεραπεία της υπογονιμότητας. Η Διαβητολόγος – Ενδοκρινολόγος στη Γλυφάδα και την Ανάβυσσο Δρ. Αργυρώ Δάρα προσφέρει διάφορες θεραπευτικές επιλογές σε ζευγάρια που παλεύουν με τη συγκεκριμένη ψυχοφθόρα κατάσταση, ώστε αυτά να εκπληρώσουν τα όνειρά τους για απόκτηση παιδιών.