Στη σύγχρονη εποχή, όπου οι διατροφικές συνήθειες χαρακτηρίζονται από υπερκατανάλωση κορεσμένων λιπαρών και επεξεργασμένων τροφίμων, η φυσική δραστηριότητα μειώνεται και το κάπνισμα κατέχει περίοπτο ρόλο, οι καρδιαγγειακές παθήσεις εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα, ακόμη και σε νεαρά άτομα. Ένας από τους βασικούς παράγοντες κινδύνου εμφάνισης αυτών των παθήσεων είναι η δυσλιπιδαιμία, μια μεταβολική διαταραχή που συνδέεται στενά με την αύξηση της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων στο αίμα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι μπορεί να έχουν υψηλή χοληστερόλη ή διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ, συνεπώς η διερεύνηση των αιτίων της πάθησης και η στοχευμένη αντιμετώπισή της κρίνονται επιτακτικές για την πρόληψη δυσμενών καταστάσεων.
Τι είναι η δυσλιπιδαιμία;
Η δυσλιπιδαιμία είναι η παθολογική κατάσταση της διαταραχής των λιπιδίων στο αίμα. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται μια ανισορροπία στα επίπεδα των λιπιδίων του αίματος, είτε λόγω αυξημένων τιμών χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων είτε λόγω ανεπαρκούς παρουσίας προστατευτικών λιποπρωτεϊνών, όπως η HDL (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη). Η χοληστερόλη διακρίνεται σε HDL («καλή») χοληστερόλη και σε LDL («κακή») χοληστερόλη. Παρότι είναι απαραίτητη για την κυτταρική λειτουργία, τη σύνθεση στεροειδών ορμονών και τη μεταφορά λιποδιαλυτών βιταμινών, όταν βρίσκεται σε υπερβολικές συγκεντρώσεις στο αίμα, αυξάνει τον κίνδυνο αθηρωμάτωσης και καρδιαγγειακών ζητημάτων.
Ταξινόμηση και παθογένεια
Οι διαταραχές των λιπιδίων διακρίνονται σε πρωτοπαθείς (κληρονομικές) και δευτεροπαθείς (εξαρτώμενες από παράγοντες του τρόπου ζωής ή άλλες παθήσεις). Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες οφείλονται σε γενετικές μεταλλάξεις που επηρεάζουν τη σύνθεση και την κάθαρση των λιποπρωτεϊνών, όπως στην οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Αντίθετα, οι δευτεροπαθείς μορφές συσχετίζονται με την παχυσαρκία, το σακχαρώδη διαβήτη, τον υποθυρεοειδισμό, τυχόν νεφρικές παθήσεις και τη λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων.
Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η δυσλιπιδαιμία
Η αύξηση των επιπέδων της LDL («κακής» χοληστερόλης) οδηγεί στο σχηματισμό λιπαρών εναποθέσεων στις αρτηρίες, των λεγόμενων αθηρωματικών πλακών. Με την πάροδο του χρόνου, οι πλάκες αυτές προκαλούν στένωση των αρτηριών, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αθηροσκλήρωση. Η αθηροσκλήρωση με τη σειρά της μειώνει τη ροή του αίματος, συνεπώς μπορεί να προκαλέσει καρδιακές παθήσεις, έμφραγμα του μυοκαρδίου, περιφερική αρτηριακή νόσο ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Παράλληλα, τα αυξημένα τριγλυκερίδια σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατίτιδας, ιδιαίτερα όταν οι τιμές τους υπερβαίνουν τα 400 mg/dL. Από την άλλη, η HDL θεωρείται προστατευτική, καθώς συμμετέχει στην απομάκρυνση της χοληστερόλης από τις αρτηρίες και τη μεταφορά της στο ήπαρ για αποβολή.
Διάγνωση
Η διάγνωση της δυσλιπιδαιμίας γίνεται μέσω αιματολογικών εξετάσεων που μετρούν τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, της LDL, της HDL και των τριγλυκεριδίων. Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ο συνολικός καρδιαγγειακός κίνδυνος του ατόμου, ο οποίος καθορίζεται από παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το οικογενειακό ιστορικό, η ύπαρξη υπέρτασης, ο διαβήτης και το κάπνισμα.
Επιλογές αντιμετώπισης για τη δυσλιπιδαιμία
Η προσέγγιση στην αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας περιλαμβάνει δύο βασικούς άξονες: την τροποποίηση ορισμένων καθημερινών συνηθειών και τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Η διατροφή είναι καθοριστικός παράγοντας στη ρύθμιση των επιπέδων των λιπιδίων του αίματος. Είναι πολύ σημαντικό στα πλαίσια της διατροφής να μειωθεί η κατανάλωση κορεσμένων και trans λιπαρών, ενώ είναι απαραίτητη η αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών και ω-3 λιπαρών οξέων. Η κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, ζάχαρης και αλκοόλ πρέπει να περιοριστεί δραστικά. Η μεσογειακή διατροφή, πλούσια σε ελαιόλαδο, ψάρια, φρούτα και λαχανικά, αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις για τη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ.
Η σωματική δραστηριότητα και άσκηση διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη μείωση της LDL και στην αύξηση της HDL. Συνιστάται καθημερινή αερόβια άσκηση, όπως γρήγορο περπάτημα, τρέξιμο ή ποδηλασία, για τουλάχιστον 30 λεπτά. Η συστηματική άσκηση όχι μόνο βελτιώνει το μεταβολικό προφίλ, αλλά συμβάλλει και στη διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους, μειώνοντας τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Σε περιπτώσεις όπου οι αλλαγές στον τρόπο ζωής δεν επαρκούν για τη ρύθμιση των επιπέδων λιπιδίων, απαιτείται φαρμακευτική αγωγή. Οι στατίνες αποτελούν τη βασική θεραπευτική επιλογή, καθώς μειώνουν τη σύνθεση χοληστερόλης στο ήπαρ και σταθεροποιούν τις αθηρωματικές πλάκες. Σε άτομα που εμφανίζουν δυσανεξία στις στατίνες, η εζετιμίμπη μπορεί να χορηγηθεί για να μειώσει την απορρόφηση της χοληστερόλης από το έντερο. Εναλλακτικά, τα ω-3 λιπαρά οξέα και οι φιμπράτες μπορούν να χορηγηθούν σε περιπτώσεις υψηλών τριγλυκεριδίων.
Η ολοκληρωμένη διαχείριση της δυσλιπιδαιμίας δεν πρέπει να περιορίζεται στη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης. Είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία. Επιπλέον, η διακοπή του καπνίσματος είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης και καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Πρόληψη
Η πρόληψη της δυσλιπιδαιμίας περιλαμβάνει την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής από νεαρή ηλικία. Η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, η υγιεινή διατροφή και η τακτική σωματική δραστηριότητα ή άσκηση είναι ζωτικής σημασίας για τη ρύθμιση των επιπέδων των λιπιδίων και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Η διατροφή μάλιστα και ιδίως η μεσογειακή διατροφή η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη κατανάλωση σε φρούτα, λαχανικά, όσπρια, ψάρια και δημητριακά ολικής άλεσης μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην πρόληψη εμφάνισης υψηλών επιπέδων χοληστερόλης και άλλων λιπιδίων.
Γενικά, η δυσλιπιδαιμία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά εφόσον πραγματοποιηθεί έγκαιρη διάγνωση και εφαρμογή της κατάλληλης θεραπευτικής προσέγγισης. Η ισορροπημένη διατροφή, η σωματική άσκηση και, όπου απαιτείται, η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, μπορούν να προσφέρουν ουσιαστική προστασία και να συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων που πάσχουν από αυτήν τη διαταραχή. Η Ενδοκρινολόγος στη Γλυφάδα και την Ανάβυσσο, Δρ. Αργυρώ Δάρα, μπορεί να βοηθήσει κάθε ασθενή να θέσει υπό έλεγχο τα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα, ώστε να διασφαλιστούν οι συνθήκες για την πρόληψη δυσάρεστων συνεπειών για την υγεία του.