Οι διαταραχές της περιόδου ή επιστημονικά της εμμήνου ρύσεως είναι μια διαδεδομένη ανησυχία μεταξύ των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, επηρεάζοντας τη συνολική υγεία και την ποιότητα ζωής τους. Αρκετές γυναίκες δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα καθώς η έμμηνος ρύση ξεκινά και σταματά ανά απόλυτα ρυθμισμένα χρονικά πλαίσια, προκαλώντας μόνο μια μικρή ταλαιπωρία. Ωστόσο, για άλλες γυναίκες αυτό δεν ισχύει, καθώς ο εμμηνορροϊκός κύκλος ενδέχεται να παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις ή να προκαλεί ιδιαίτερα δυσάρεστα συμπτώματα. Οι διαταραχές της εμμήνου ρύσεως μπορεί να έχουν διάφορες υποκείμενες αιτίες και οι ορμονικές ανισορροπίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία τους. Συνεπώς, αναγνωρίζοντας και αντιμετωπίζοντας επιτυχώς τους ορμονικούς παράγοντες που συμβάλλουν στις διαταραχές της περιόδου διευκολύνεται σημαντικά όχι μόνο η καθημερινότητα της γυναίκας, αλλά ταυτόχρονα βελτιώνεται η ποιότητα ζωής της.
Ορμονική ρύθμιση του εμμηνορροϊκού κύκλου
Ο εμμηνορροϊκός ή καταμήνιος κύκλος είναι μια εξαιρετικά ρυθμισμένη διαδικασία που ενορχηστρώνεται από πολύπλοκες ορμονικές αλληλεπιδράσεις που περιλαμβάνουν τον υποθάλαμο, την υπόφυση και τις ωοθήκες. Αυτό το περίπλοκο σύστημα εξασφαλίζει την ανάπτυξη και την απελευθέρωση ενός ώριμου ωαρίου (ωορρηξία) και την προετοιμασία της επένδυσης της ενδομητρίου για πιθανή εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου ή έμμηνο ρύση. Οι ορμόνες, συμπεριλαμβανομένων των οιστρογόνων, της προγεστερόνης, της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση αυτής της διαδικασίας.
Συχνές διαταραχές περιόδου και Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι μια από τις πιο διαδεδομένες ορμονικές διαταραχές που επηρεάζουν τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από ορμονικές ανισορροπίες, υπερανδρογοναιμία και αντίσταση στην ινσουλίνη, μια κατάσταση κατά την οποία τα κύτταρα του σώματος ανταποκρίνονται λιγότερο στις επιδράσεις της ινσουλίνης. Πρόσθετοι παράγοντες όπως η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή, λαμβάνουν ρόλο στην εμφάνιση και την εξέλιξή της. Οι μεταβολικές διαταραχές, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η δυσλιπιδαιμία, ο αυξημένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακής νόσου, συνδέονται συχνά με το συγκεκριμένο σύνδρομο. Τα συμπτώματα του συνδρόμου περιλαμβάνουν σπάνιες ή παρατεταμένες περιόδους λόγω ακανόνιστης ωορρηξίας, ενώ πιθανότατα εντοπίζονται και κατά το υπερηχογραφικό έλεγχο. Παράλληλα, τα αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων προκαλούν συμπτώματα όπως έντονη τριχοφυΐα (δασυτριχισμός), ενώ μπορεί να εμφανιστεί ακμή, τριχόπτωση ή λιπαρότητα στο δέρμα. Εκδηλώνεται επίσης τάση προς παχυσαρκία, αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και υψηλή αρτηριακή πίεση. Η ορμονική ανισορροπία στο σύνδρομο αυτό διαταράσσει τους φυσιολογικούς μηχανισμούς ανάδρασης που ρυθμίζουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο, με αποτέλεσμα την ανωορρηξία και την εμφάνιση υπογονιμότητας.
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών διαγιγνώσκεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία κλινικών σημείων όπως υπερανδρογονισμός, διαταραχές της εμμηνού ρύσεως και πολυκυστικών ωοθηκών στον υπέρηχο της μήτρας. Η διαχείρισή του περιλαμβάνει συνήθως τροποποιήσεις στον τρόπο ζωής, όπως διαχείριση βάρους και άσκηση, σε συνδυασμό με χορήγηση αγωγής που μπορεί να περιλαμβάνει αντισυλληπτικά αλλά και φάρμακα που δρουν στη μείωση των κυκλοφορούντων ανδρογόνων και της αντίστασης στην ινσουλίνη. Συχνά, η χορήγηση συγκεκριμένου συνδυασμού βιταμινών είναι αρκετή για την αντιμετώπιση του συνδρόμου, ταυτόχρονα με την αλλαγή του τρόπου ζωής.
Υποθαλαμική αμηνόρροια
Η υποθαλαμική αμηνόρροια είναι μια κατάσταση όπου ο υποθάλαμος αποτυγχάνει να διεγείρει επαρκώς την υπόφυση λόγω παραγόντων όπως η υπερβολική άσκηση, το χαμηλό σωματικό βάρος, το στρες ή οι διατροφικές ελλείψεις. Αυτό οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα γοναδοτροπινών (FSH και LH), προκαλώντας διαταραχές της εμμήνου ρύσεως ή πλήρη αμηνόρροια. Οι ορμονικές ανισορροπίες στην υποθαλαμική αμηνόρροια είναι συχνά αποτέλεσμα χρόνιου στρες ή ανεπάρκειας ενέργειας, διαταράσσοντας τον κανονικό εμμηνορροϊκό κύκλο.
Η αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτιών είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση της υποθαλαμικής αμηνόρροιας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει υιοθέτηση σωστών διατροφικών συνηθειών, μείωση του στρες και επαναφορά ενός υγιέστερου σωματικού βάρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μπορεί να είναι απαραίτητη για την πρόκληση τακτικής εμμήνου ρύσεως.
Διαταραχές περιόδου και υπερπρολακτιναιμία
Η υπερπρολακτιναιμία είναι μια από τις βασικές διαταραχές περιόδου ορμονικής φύσεως που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα προλακτίνης, μιας ορμόνης που διεγείρει την παραγωγή γάλακτος στις θηλάζουσες γυναίκες. Η περίσσεια προλακτίνης αναστέλλει την απελευθέρωση της FSH και της LH, οδηγώντας σε ακανόνιστες ή απούσες εμμηνορροϊκές περιόδους. Αυτή η ορμονική ανισορροπία μπορεί να προκληθεί από όγκους της υπόφυσης (προλακτινώματα) ή άλλους παράγοντες.
Η κύρια θεραπεία για την υπερπρολακτιναιμία είναι η αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας, όπως η φαρμακευτική αγωγή για τη συρρίκνωση τυχόν αδενόματος της υπόφυσης. Φάρμακα όπως οι αγωνιστές ντοπαμίνης μπορούν να συνταγογραφηθούν για τη μείωση των επιπέδων προλακτίνης και την αποκατάσταση των τακτικών εμμηνορροϊκών κύκλων.
Διαταραχές του θυρεοειδούς
Οι θυρεοειδικές ορμόνες, ιδιαίτερα η θυροξίνη (Τ4) και η τριιωδοθυρονίνη (Τ3), διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη ρύθμιση των μεταβολικών διεργασιών του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του εμμηνορροϊκού κύκλου. Τόσο ο υπερθυρεοειδισμός (υπερέκκριση θυρεοειδικής ορμόνης) όσο και ο υποθυρεοειδισμός (ανεπαρκής έκκριση θυρεοειδικής ορμόνης) μπορεί να διαταράξουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο. Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε μικρότερης διάρκειας και ακανόνιστους κύκλους, ενώ ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένες και πιο έντονες περιόδους ή και απουσία αυτών (αμηνόρροια). Η διαχείριση των διαταραχών του θυρεοειδούς συνήθως περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή για την αποκατάσταση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών. Μόλις αποκατασταθεί η λειτουργία του θυρεοειδούς, οι διαταραχές της περιόδου συχνά υποχωρούν.
Οι ορμονικές ανισορροπίες βρίσκονται στον πυρήνα αρκετών από τις διαταραχές περιόδου που πλήττουν αρκετές γυναίκες. Η αναγνώριση αυτών των ανισορροπιών και η κατανόηση των αιτιών τους είναι απαραίτητη ώστε να διευκολυνθεί η αποτελεσματική διάγνωση και η εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας. Αντιμετωπίζοντας τις υποκείμενες ορμονικές ανισορροπίες και προσαρμόζοντας τη θεραπεία στον κάθε ασθενή, γίνεται εφικτή η αποκατάσταση της φυσιολογικής εμμηνορροϊκής λειτουργίας και η βελτίωση της συνολικής ευεξίας των γυναικών που αντιμετωπίζουν αυτές τις διαταραχές. Η Διαβητολόγος – Ενδοκρινολόγος στη Γλυφάδα και την Ανάβυσσο, Αργυρώ Δάρα, αντιμετωπίζει πλήθος περιστατικών με διαταραχές περιόδου που οφείλονται σε ορμονικά αίτια, αποκαθιστώντας την ποιότητα ζωής των ασθενών.