Ο σακχαρώδης διαβήτης ή κοινώς διαβήτης, είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Ταξινομείται ευρέως σε δύο κύριους τύπους: Τύπου 1 και τύπου 2. Η κατανόηση των διαφορών που παρουσιάζει ο διαβήτης τύπου 1 και ο διαβήτης τύπου 2 είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική διαχείριση και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου θεραπευτικού σχεδίου. Συνεπώς, η κατανόηση μεταξύ αυτών των δύο τύπων της πάθησης, των υποκείμενων αιτιών, των συμπτωμάτων και των στρατηγικών διαχείρισης είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Διαβήτης τύπου 1
Ο διαβήτης τύπου 1 εκδηλώνεται στην παιδική ή εφηβική ηλικία, ωστόσο όμως μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, συνήθως κάτω των 40 ετών. Είναι λιγότερο συχνός από τον διαβήτη τύπου 2 και αντιπροσωπεύει περίπου το 5-10% όλων των περιπτώσεων διαβήτη. Αυτός ο τύπος διαβήτη, παλαιότερα γνωστός ως νεανικός διαβήτης ή ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης, είναι μια αυτοάνοση κατάσταση. Το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται κατά λάθος και καταστρέφει βήτα κύτταρα στο πάγκρεας που παράγουν ινσουλίνη. Αυτή η καταστροφή οδηγεί σε ανεπάρκεια ινσουλίνης. Ελλείψει ινσουλίνης, τα κύτταρα δεν μπορούν να λάβουν αποτελεσματικά γλυκόζη από το αίμα, οδηγώντας σε υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Η γλυκόζη είναι μια κρίσιμη πηγή ενέργειας για τα κύτταρα του σώματος και χωρίς ινσουλίνη, το σώμα αρχίζει να διασπά τα λίπη ως εναλλακτική πηγή ενέργειας, οδηγώντας σε μια δυνητικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση που ονομάζεται διαβητική κετοξέωση.
Διαβήτης τύπου 2
Ο διαβήτης τύπου 2 είναι πιο διαδεδομένος στους ενήλικες, ιδιαίτερα σε άτομα άνω των 40 ετών. Ωστόσο, η συχνότητά του σε νεότερους πληθυσμούς αυξάνεται, καθώς η πάθηση είναι στενά συνδεδεμένη με την αύξηση των περιστατικών παχυσαρκίας. Ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται κυρίως από αντίσταση στην ινσουλίνη, όπου τα κύτταρα του σώματος αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν κατάλληλα στη δράση της ινσουλίνης. Με την πάροδο του χρόνου, το πάγκρεας δεν μπορεί να παράγει αρκετή ινσουλίνη για να αντιμετωπίσει αυτή την αντίσταση, οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2 είναι πολύπλοκη, καθώς περιλαμβάνει όχι μόνο αντίσταση στην ινσουλίνη αλλά και σταδιακή μείωση της παραγωγής ινσουλίνης. Παράγοντες του τρόπου ζωής όπως η διατροφή, η ελλιπής σωματική δραστηριότητα και το σωματικό βάρος διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση και την εξέλιξή του.
Διαβήτης τύπου 1 & διαβήτης τύπου 2: Διαχείριση και θεραπεία
Ως προς τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 1, οι ενέσεις ινσουλίνης ή μια αντλία ινσουλίνης είναι απαραίτητες, καθώς το σώμα δεν μπορεί να παράγει ινσουλίνη. Οι σωστές διατροφικές επιλογές και η τακτική σωματική δραστηριότητα είναι επίσης ζωτικής σημασίας και βοηθούν στην αποτελεσματικότητα της ινσουλινοθεραπείας.
Η αρχική προσπάθεια διαχείρισης του διαβήτη τύπου 2 και των συμπτωμάτων που αυτός προκαλεί συχνά επικεντρώνεται σε τροποποιήσεις του τρόπου ζωής, όπως διατροφικές αλλαγές, αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και απώλεια βάρους. Επίσης, διάφορα φάρμακα μπορούν να ενισχύσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη ή να διεγείρουν το πάγκρεας να παράγει περισσότερη ινσουλίνη. Σε δευτερογενή αστοχία των αντιδιαβητικών δισκίων, μπορεί να χρειαστεί ινσουλινοθεραπεία. Σε παχύσαρκους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η βαριατρική χειρουργική μπορεί να βελτιώσει σημαντικά ή ακόμα και να αντιμετωπίσει πλήρως τον διαβήτη.
Διαφοροποίηση μεταξύ διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2
Ο διαβήτης τύπου 1 και ο διαβήτης τύπου 2 είναι και οι δύο χρόνιες παθήσεις που χαρακτηρίζονται από απορρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, ωστόσο διαφέρουν θεμελιωδώς ως προς την αιτιολογία και την παθοφυσιολογία τους. Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια αυτοάνοση διαταραχή, η οποία οδηγεί σε απόλυτη ανεπάρκεια ινσουλίνης. Κατά συνέπεια, τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 εξαρτώνται από την εξωγενή ινσουλίνη για την επιβίωση. Αντίθετα, ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται κυρίως από αντίσταση στην ινσουλίνη, μια κατάσταση όπου τα κύτταρα του σώματος δεν ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στην ινσουλίνη. Σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 1, ο διαβήτης τύπου 2 συνδέεται στενά με ανθυγιεινές συνήθειες του τρόπου ζωής, όπως η παχυσαρκία, η σωματική αδράνεια και η κακή διατροφή, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η κληρονομικότητα.
Ενώ και οι δύο παθήσεις οδηγούν σε υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, οι στρατηγικές διαχείρισής τους διαφέρουν σημαντικά, καθώς ο διαβήτης τύπου 1 απαιτεί ισόβια θεραπεία με ινσουλίνη, ενώ ο διαβήτης τύπου 2 σε πρώτη φάση αντιμετωπίζεται με τροποποιήσεις του τρόπου ζωής και φαρμακευτική αγωγή, ενώ θεραπεία με ινσουλίνη εφαρμόζεται εάν η νόσος παρουσιάσει επιδείνωση. Η Ενδοκρινολόγος στη Γλυφάδα και την Ανάβυσσο, Αργυρώ Δάρα, εφαρμόζει τις κατάλληλες θεραπευτικές στρατηγικές εξατομικευμένα, για την επιτυχή διαχείριση του διαβήτη, ανεξαρτήτως τύπου.